- αλχημίλη ή αλχεμίλη
- (alchemilla). Γένος φυτών της οικογένειας των ροδιδών. Η ονομασία στο φυτό αυτό δόθηκε από τους αλχημιστές, οι οποίοι μάζευαν τη δροσιά που επικάθεται στα φύλλα του, επειδή τη θεωρούσαν χρήσιμη για την παρασκευή της φιλοσοφικής λίθου. Μερικά είδη του φυτού αυτού φυτρώνουν και στην Ελλάδα, όπως η α. η κοινή, που απαντάται στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Κρήτη και τα Επτάνησα, και η α. η άλπειος, που βρίσκεται στη Μακεδονία. Δύο ακόμα είδη υπάρχουν στην Ελλάδα: η α. η αγροτική και η α. η λιβάδιος, που φυτρώνει στη Λακωνία, τη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία.
Dictionary of Greek. 2013.